- ετυμότης
- ἐτυμότης, ἡ (Α) [έτυμος]η αληθινή, η πραγματική σημασία μιας λέξεως, η οποία προκύπτει από την ετυμολογία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐτυμότης — true meaning fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτυμότητα — ἐτυμότης true meaning fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτυμότητας — ἐτυμότης true meaning fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτυμότητι — ἐτυμότης true meaning fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτυμότητος — ἐτυμότης true meaning fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)